ηνεικα

ηνεικα
    ἤνεικα
    ἤνεικα, ἔνεικα
    эп.-ион. aor. к φέρω См. φερω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ηνεικα" в других словарях:

  • ἤνεικα — φέρω fero aor ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύνεικος — ὁ, ΜΑ, και προύνικος και προυνικός, Α 1. αυτός που έναντι αμοιβής μεταφέρει στο σπίτι τα όσα αγοράστηκαν στην αγορά 2. (ως ύβρις) ποταπός, ουτιδανός («τοὺς θορυβώδεις πάντας καὶ προυνίκους ὑποστέλλειν αὐτοῡ τῇ παρόδῳ», Διογ. Λαέρ.) 3. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • συνενείκομαι — Α εφορμώ μαζί εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θ. ενεικ τού αόρ. ἤνεικα τού φέρω] …   Dictionary of Greek

  • enek̂-, nek̂-, enk̂-, n̥k̂- (*henek-) —     enek̂ , nek̂ , enk̂ , n̥k̂ (*henek )     English meaning: to reach; to obtain     Deutsche Übersetzung: “reichen, erreichen, erlangen” and (nur Gk. Bal. Slav.) “tragen”     Material: O.Ind. asnōti, Av. ašnaoiti (*n̥k̂ neu ) “ if something is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»